- προσβάλλομαι
- προσβάλλωstrikepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσβάλλομαι — προσβάλλομαι, προσβλήθηκα, προσ(βε)βλημένος βλ. πίν. 147 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αλληλοπροσβάλλομαι — προσβάλλομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν προσβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + προσβάλλω ( ομαι)] … Dictionary of Greek
δρωπικιάζω — προσβάλλομαι ή πάσχω από υδρωπικία … Dictionary of Greek
ηλιοκρούζομαι — και λιοκρούζομαι και λιοκρούγομαι προσβάλλομαι από ίκτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κρούζομαι «προσβάλλομαι», ευφημιστική πιθ. δήλωση] … Dictionary of Greek
καταχειμάζομαι — (AM) προσβάλλομαι από κακοκαιρία, από τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χειμάζομαι «προσβάλλομαι από καταιγίδα, από τρικυμία»] … Dictionary of Greek
πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… … Dictionary of Greek
πλευριτώνω — Ν [πλευρίτης] 1. κάνω κάποιον να πάθει πλευρίτιδα («μάς έχεις μέσα στα ρεύματα και θα μάς πλευριτώσεις») 2. κάνω κάποιον να κρυολογήσει 3. (ενεργ. αμτβ. και παθ.) πλευριτώνω και πλευριτώνομαι α) προσβάλλομαι από πλευρίτιδα β) προσβάλλομαι από… … Dictionary of Greek
πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ … Dictionary of Greek
συλλεπρούμαι — όομαι, Α προσβάλλομαι από λέπρα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεπροῦμαι «προσβάλλομαι από λέπρα»] … Dictionary of Greek
αβδελλιάζω — [αβδέλλα] 1. γεμίζω βδέλλες «το νερό αβδέλλιασε» 2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω» 3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες … Dictionary of Greek